- παχυκέφαλη
- ηζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής οικογένειας achycephalidae, που περιλαμβάνει 35 περίπου είδη, χοντρόσωμα, μήκους 15 περίπου εκατοστομέτρων, χωρίς διακριτό λαιμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachycephala < παχυ-* + κεφαλή].
Dictionary of Greek. 2013.